ράβδισμα
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
το / ῥάβδισμα, -ίσματος, ΝΜ ῥαβδίζω
η ενέργεια του ραβδίζω, το χτύπημα με ράβδο, το ξυλοκόπημα
νεοελλ.
(σχετικά με οπωροφόρα δέντρα) το τίναγμα τών καρπών με ραβδί, ραβδισμός.