ράσο
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
Greek Monolingual
το / ῥάσον, ΝΜΑ
μακρύ, πλατύ μαύρο ένδυμα κληρικών και μοναχών
νεοελλ.
1. συνεκδ. ο κλήρος, το σύνολο τών κληρικών και μοναχών
2. παροιμ. «το ράσο δεν κάνει τον παπά» — η εξωτερική εμφάνιση ή η επίσημη ανακήρυξη δεν ανταποκρίνεται πάντοτε στην πραγματική αξία
μσν.
ως επίθ. ῥάσος, -η, -ον
τριμμένος, φθαρμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rasus «ξυσμένος, τριμμένος», μτχ. παρακμ. του ρ. rado «ξύνω, ξυρίζω». Το ένδυμα αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι ήταν φτειαγμένο από ένα είδος μάλλινου υφάσματος χωρίς χνούδι, χωρίς πέλος].