ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
-εως, ἡ, ΜΑβλ. ράχη.
-εως (=ράχη). Ἀπό τό ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.