ράχις

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek Monolingual

-εως, ἡ, ΜΑ
βλ. ράχη.

Mantoulidis Etymological

-εως (=ράχη). Ἀπό τό ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.