ραδόνιο

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(φυσ. -χημ.) ραδιενεργό χημικό στοιχείο με σύμβολο Rn και ατομικό αριθμό 86, το οποίο ανήκει στην ομάδα Ο, δηλαδή στην ομάδα τών ευγενών αερίων του περιοδικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. radon < radium (βλ. ράδιο ) + -[i]ον].