ραμφίς

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. κυρτό άγκιστρο
2. (κατά τον Ησύχ.) «νεὼς εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάμφος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κορωνίς)].