ρηξίχθων
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Greek Monolingual
και ῥηξίκθων και ῥησίχθων, -ον, Α
(συν. ως επίθ. χοίρου) αυτός που ανοίγει ρήγματα, σχισμές στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ῥήγνυμι) + χθών, χθονός «γη» (πρβλ. δαμασίχθων)].