ρηξίχθων
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
Greek Monolingual
και ῥηξίκθων και ῥησίχθων, -ον, Α
(συν. ως επίθ. χοίρου) αυτός που ανοίγει ρήγματα, σχισμές στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ῥήγνυμι) + χθών, χθονός «γη» (πρβλ. δαμασίχθων)].