ριγομάχης

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

και ῥιγόμαχος, ὁ, Α
αυτός που μάχεται κατά του ψύχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + -μάχης / -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. τειχομάχης, δορίμαχος].