ριζίο

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

το / ῥιζίον, ΝΑ, και ῥίζιον και ῥιζεῖον Α ῥίζα
μικρή ή λεπτή ρίζα, ριζίδιο
αρχ.
το φυτό ρουβία η βαφική.