ριζίτης

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

ο, θηλ. ριζίτισσα, Ν
(ιδίως στην Κρήτη) αυτός που κατοικεί στα ριζά τών βουνών, στα ριζοβούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα / ριζά (τα) + επίθημα -ίτης].