ρικνότητα

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

η / ῥικνότης, -ητος, ΝΑ ῥικνός
ύπαρξη ρυτίδων, ρυτίδωση, ζάρωμα, σούφρωμα
αρχ.
η καμπυλότητα.