ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
-ίδος, ἡ, Απαστίλια κατασκευασμένη με συστατικά από ρόδα, από τριαντάφυλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κληματίς)].