ροδιακός

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ροδιακός, -ή, -όν, ΝΜΑ Ῥόδος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρόδο ή προέρχεται από αυτήν
αρχ.
(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ Ῥοδιακή και τὸ Ῥοδιακόν είδος κυπέλλου που κατασκευαζόταν στη Ρόδο.