ροδινοπορφυρούς

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek Monolingual

-οῦν, Α
ρόδινος και πορφυρός, ροδοκόκκινοςκαμίσιον ροδινοπορφυροῦν», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδινος + πορφυροῦς.