ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
-οῦν, Αρόδινος και πορφυρός, ροδοκόκκινος («καμίσιον ροδινοπορφυροῦν», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδινος + πορφυροῦς.