ροδοκάλλι

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

το, N
η ομορφιά και η χάρη του ρόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + κάλλος.