ροδόφυλλο

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

το / ῥοδόφυλλον, ΝΜ
το ροδοπέταλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + φύλλον.