ρυθμιστήρας

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. διάταξη κατάλληλη για τη ρύθμιση της κανονικής λειτουργίας ενός τεχνικού συστήματος ή μηχανήματος, αλλ. ρυθμιστής («ο ρυθμιστήρας του λέβητα»)
2. στρ. όργανο χρησιμοποιούμενο στο πυροβολικό για τη ρύθμιση τών πυροσωλήνων τών οβίδων, προκειμένου αυτές να εκραγούν σε ορισμένη απόσταση και σε ορισμένο ύψος από τον στόχο τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμίζω + επίθημα -τήρας (πρβλ. ανεμισττήρας). Η λ., στον λόγιο τ. ῥυθμιστήρ, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].