ρόχθος
From LSJ
Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück
Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück
ο / ῥόχθος, ΝΜΑ
θορυβώδης ήχος, κυρίως η βοή τών κυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο του ῥοχθῶ (για το επίθημα του τ. πρβλ. βρόχθος, μόχθος)].
(=βουή). Ἠχοποιημένη λέξη ἀπό τόν ἦχο τῶν κυμάτων. Παράγωγο: ροχθέω-ῶ.