σάγουρον
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
γυργάθιον, Hsch. σαγροῖς· κοπίς, ἢ πέλεκυς, Id. σαγύριον· ἄρτου κλάσμα, Id.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «γυργάθιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου, η οποία συνδέεται με τη λ. σαγήνη «αλιευτικό δίχτυ» και έχει σχηματιστεί κατά τα συνθ. σε -ουρος, τα οποία, όμως, προέρχονται από διάφορους τ., όπως: ὁρώ, ὅρος, οὐρά.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: γυργάθιον H. (LSJ gives net for suspending subdtances in fluids but see also Supp.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. LSJ comments (s.v. σαγήνη) "forme populaire faite sur les composés en -ουρος dont le second terme a des sens divers" without any further explanation.