σέσησμαι

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. de σήθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σέσησμαι perf. med. van σήθω.