σαγιάρω

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

Ν
1. ναυτ. προωθώ το μεσαίο ιστίο του προβόλου
2. (η προστ.) σάγια!
ναυτικό κέλευσμα.