Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
σαθρῶ, -όω, ΝΜΑ, στα νεοελλ. κυρίως η μτχ. παθ. παρακμ. σαθρωμένος, -η, -ο σαθρός
κάνω κάτι σαθρό, επισφαλές, αδύνατο, εύθραυστο («οἰκίας δύο μέρη ἐσαθρώθησαν», πάπ.).