σακιά
From LSJ
Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los
η, Ν
η ποσότητα που περιέχεται ή χωρεί σε ένα σακί («μια σακιά όσπρια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + κατάλ. -ιά (πρβλ. κουταλιά)].