Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ο, Ν1. θόρυβος, ταραχή2. συνεκδ. α) θορυβώδες γλέντι, πατιρντίβ) συμπλοκή, καβγάς μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. samata].