σαματάς

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

ο, Ν
1. θόρυβος, ταραχή
2. συνεκδ. α) θορυβώδες γλέντι, πατιρντί
β) συμπλοκή, καβγάς μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. samata].