σαστίζω

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

Ν
1. προκαλώ σε κάποιον σύγχυση, τον κάνω να τά χάσει («μέ σάστισε με τις φωνές του»)
2. (αμτβ.) περιέρχομαι σε αμηχανία, τά χάνω («σάστισα, έτσι ξαφνικά που σέ είδα»)
3. φρ. «τά σάστισα» — τά έχασα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. şaştim, αόρ. του şaşmak].