σαφηνέως

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source

German (Pape)

[Seite 866] ion. adv. von σαφηνής, Her.

French (Bailly abrégé)

ion. c. σαφηνῶς.
Étymologie: σαφηνής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαφηνέως Ion. voor σαφηνῶς.

Russian (Dvoretsky)

σᾰφηνέως: ион. = σαφηνῶς.