σαώτερος

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7

French (Bailly abrégé)

v. σάος.

English (Autenrieth)

see σάος.

Greek Monotonic

σαώτερος: συγκρ. του σάος.

German (Pape)

Il. 1.32. S. σάος.

Russian (Dvoretsky)

σαώτερος: compar. к * σάος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαώτερος comp. van σῶς.