σβουριχτός

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν σβουρίζω
1. περιστρεφόμενος
2. μτφ. γρήγορος και δυνατός
3. το θηλ. ως ουσ. η σβουριχτή
δυνατό χαστούκι.