σείσμα

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483

Greek Monolingual

το / σεῖσμα, ΝΜΑ, και σεῖσμαν Μ σείω
η σείση
νεοελλ.-μσν.
λίκνισμα, κούνημα του σώματος κατά το βάδισμα («στο σείσμα και στο λύγισμα», Ερωτόκρ.)
αρχ.
συν. στον πληθ. τὰ σείσματα
ψευδής κατηγορία για εκβιασμό.