σεκούα

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

Greek (Liddell-Scott)

σεκούα: «σικύα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σικύα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σικύα.