σελαηφόρος

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελᾰηφόρος Medium diacritics: σελαηφόρος Low diacritics: σελαηφόρος Capitals: ΣΕΛΑΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: selaēphóros Transliteration B: selaēphoros Transliteration C: selaiforos Beta Code: selahfo/ros

English (LSJ)

σελαηφόρον, light-bringing, Ἑρμῆς Man.4.333.

German (Pape)

[Seite 869] lichtbringend, Maneth. 4, 333, zw.

Greek (Liddell-Scott)

σελαηφόρος: -ον, (σέλας) ὁ φέρων φῶς, Μανέθων 4. 333.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φέρνει φως («Ἑρμῆς σελαηφόρος», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. < σέλας + -φόρος με δυσερμήνευτο -η-].