σελιδοποιώ

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

Ν
(για τυπογράφο) κατανέμω την στοιχειοθετημένη ή φωτοσυντεθειμένη τυπογραφική ύλη σε σελίδες, κάνω σελιδοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελίδα + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό Όμηρος].