σιδεράκι
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
το, Ν σίδερο
(με υποκορ. σημ.)
1. μικρό τεμάχιο σιδήρου
2. φρ. «σιδεράκια δοντιών» — ορθοδοντική πρόθεση.