σιδηροποίκιλος

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροποίκῐλος Medium diacritics: σιδηροποίκιλος Low diacritics: σιδηροποίκιλος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: sidēropoíkilos Transliteration B: sidēropoikilos Transliteration C: sidiropoikilos Beta Code: sidhropoi/kilos

English (LSJ)

ὁ, name of a variegated stone, Plin. HN37.182.

German (Pape)

[Seite 879] eisenbunt, eine bunte Steinart, Plin. H. N. 37, 10.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροποίκῐλος: ὁ, ὄνομα λίθου τινὸς ποικίλου, παρὰ Πλιν. Ν. Η. 37. 67.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ονομασία ποικιλόχρωμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + ποικίλος «πολύχρωμος, κατάστικτος»].