σικύωνος

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
ονομασία λίθου που προερχόταν από περιοχή της Αρμενίας κοντά στον ποταμό Αράξη και τον οποίο χρησιμοποιούσαν σε δεισιδαιμονικές τελετές.

Russian (Dvoretsky)

σικύωνος:Сикион (название камня) Plut.