σινάνθρωπος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
ο, Ν
ανθρωπολ. άλλη ονομασία του Ανθρώπου του Πεκίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sinanthropus < Σῖναι «Κινέζοι» + ἄνθρωπος.