σιρόκος

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek Monolingual

και σορόκος, ο, Ν
θερμός και υγρός άνεμος που πνέει πάνω από την Μεσόγειο και από τη νότια Ευρώπη από νότιες ή νοτιοανατολικές διευθύνσεις και προκαλεί βροχές και ομίχλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scirocco «νότιος άνεμος»].