σιτοκαλλιέργεια

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

η, Ν
1. καλλιέργεια σιταριού ή άλλων σιτηρών
2. χωράφι με σιτάρι ή άλλα σιτηρά.