σιτοκαλλιέργεια

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. καλλιέργεια σιταριού ή άλλων σιτηρών
2. χωράφι με σιτάρι ή άλλα σιτηρά.