σκάναμα

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάναμα Medium diacritics: σκάναμα Low diacritics: σκάναμα Capitals: ΣΚΑΝΑΜΑ
Transliteration A: skánama Transliteration B: skanama Transliteration C: skanama Beta Code: ska/nama

English (LSJ)

Doric for σκήνημα.

Greek (Liddell-Scott)

σκάναμα: «τόπος πρὸς τὸ εὖ στιβάσασθαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «τόπος πρὸς τὸ εὖ στιβάσασθαι».