σκαιότητα
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
Greek Monolingual
η / σκαιότης, -ητος, ΝΑ σκαιός
η ιδιότητα του σκαιού, τραχύτητα, βαναυσότητα (α. «τον έδιωξε με σκαιότητα» β. «σκαιότης τρόπου», Αλκίφρ.)
αρχ.
αδεξιότητα, ανεπιτηδειότητα, απαιδευσία, αμάθεια («πολέμους ἵστασθαι ὑπό τε ἀγνωμοσύνης καὶ σκαιότητος», Ηρόδ.).