σκαμβάλυξ

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαμβάλυξ Medium diacritics: σκαμβάλυξ Low diacritics: σκαμβάλυξ Capitals: ΣΚΑΜΒΑΛΥΞ
Transliteration A: skambályx Transliteration B: skambalyx Transliteration C: skamvalyks Beta Code: skamba/luc

English (LSJ)

= σκαμβός, στρεβλός, Hsch. σκαμβηρίζοντες· ὀλισθαίνοντες, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σκαμβάλυξ: «σκαμβός. στρεβλὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκαμβός, στρεβλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμβός + επίθημα -α-λ-υξ (πρβλ. πομφό-λ-υξ, ταρβ-άλ-υξ, φεψ-άλ-υξ), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. σκάμβ-αλος].