σκαμπαβία

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

η, Ν
ναυτ. μικρή άκατος ή λέμβος χρησιμοποιούμενη για βοηθητικές εργασίες σε πλοία ή σε λιμάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scappavia].