σκανδαλοθήρας
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
ο, Ν
αυτός που αναζητεί επίμονα και παντού σκάνδαλα και βρίσκει ευχαρίστηση στην αποκάλυψή τους ή και που κατασκευάζει σκάνδαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλο + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. προικο-θήρας, χρυσο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη].