σκαφίδα

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

η, Ν
(μεγεθ.) μεγάλη σκάφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαφίδι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλα)].