σκιαμαχῶ

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Mantoulidis Etymological

(=ἀγωνίζομαι μέ τή σκιά, ἀγωνίζομαι μάταια, ματαιοπονῶ). Ἀπό τό σκιά + μάχη τοῦ μάχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη σκιά.