σκιογράφος
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
later for σκιαγράφος.
German (Pape)
[Seite 899] davon σκιογραφέω u. σκιογραφία, ἡ, spätere und schlechtere Formen statt σκιαγράφος u. s. w., Lob. Phryn. p. 646.
Greek (Liddell-Scott)
σκιογράφος: κτλ., μεταγεν. τύποι ἀντὶ σκια-γράφος, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 646.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. σκιαγράφος.