στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Full diacritics: σκιρράς | Medium diacritics: σκιρράς | Low diacritics: σκιρράς | Capitals: ΣΚΙΡΡΑΣ |
Transliteration A: skirrás | Transliteration B: skirras | Transliteration C: skirras | Beta Code: skirra/s |
σκίρρος,
A v. σκῖρος
3 σκίρρον, σκιρρός, σκιρρόομαι, σκιρρων, σκιρρωσις, v. σκιρ-.
-άδος, ἡ, Α σκίρρα
φρ. «σκιρρὰς γῆ» — γη που περιέχει γύψο.
άδος, ἡ, γῆ, eine weiße Erdart, wie Gyps, Schol. Ar. Vesp. 925.