Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκληροκέφαλος

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346

German (Pape)

[Seite 900] hartköpfig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὰν κεφαλήν, ἰσχυρογνώμων, Θεοφάν. Νόνν.

Greek Monolingual

-η, -ο / σκληροκέφαλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
ισχυρογνώμονας, πεισματάρης, ξεροκέφαλος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σκληροκέφαλον
είδος αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -κέφαλος (< κεφαλή)].