ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
το, Ν σκορπίς, -ίδος]1. κοινή ονομασία δύο ειδών σκορπιονοειδών ψαριών, του Scorpaena porcus, δηλαδή του καθαυτό σκορπιού, και του Scorpaena notata2. το σκορπιδόχορτο.